δαιθμός

δαιθμός
δαιθμός, ο (Α)
1. κλήρος, τμήμα γης
2. μέθοδος, κανόνας διανομής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαιθμός — allotment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιθμόν — δαιθμός allotment masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”